κουριζόμενος

κουριζόμενος
κουρίζω
to be a youth
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποκουρίζομαι — και σπάν. ενεργ. τ. ὑποκουρίζω Α ιων. τ. 1. υμνώ, εγκωμιάζω χρησιμοποιώντας εύφωνες και κολακευτικές λέξεις («παρθένοι φιλέοισιν ἑταῑραι έσπερίαις ὑποκουρίζεσθ ἀοιδαῑς», Πίνδ.) 2. κολακεύω, καλοπιάνω 3. (το ενεργ.) (κατά το λεξ. Σούδα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”